Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Τα τείχη της Αδριανούπολης (5)-Edirne surları (5)-Edirne walls (5)


Η δυτική πλευρά των τειχών
Η Δ. πλευρά των τειχών ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη βόρεια. Είχε μήκος 720 μέτρα. Σ` αυτήν οι πύργοι ήταν πολύ αραιοί και οι πύλες ήταν δύο. Πολύ μεγάλη ασφάλεια έδινε σ` αυτήν την πλευρά ο ποταμός Τούντζας που κυλάει δίπλα. Η κοίτη του , φαίνεται, βρισκόταν πολύ κοντά στο τείχος και εμπόδιζε τις επιθέσεις από αυτήν την πλευρά.

Σε απόσταση 250 μέτρων από το γωνιακό πύργο υπήρχε σιδερένια πύλη , από την οποία επικοινωνούσε το φρούριο με το προάστιο Γιλδιρίμι. Μεγάλη πέτρινη γέφυρα , που χτίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1270 και επισκευάστηκε από τους απογόνους του πρώτου εξωμότη και φίλου του Σουλτάνου Οσμάν Μιχάλ βέη, οδηγεί στο προάστιο Γιλδιρίμι και ονομάζεται Μιχάλ Κιοπρού , δηλαδή γέφυρα του Μιχαήλ. 
Η πύλη αυτή ονομαζόταν Καφές-καπού. Το ίδιο όνομα είχε και η διπλανή ελληνική συνοικία και αγορά.
Σύμφωνα με τους δικούς μας το όνομα δόθηκε στην πύλη από ένα δικτυωτό (καφάσι) μαρμάρινο που βρισκόταν πάνω στη μετόπη της πύλης. Αλλά εγώ δεν το είδα αυτό, ίσως χάθηκε πριν από εμένα , ίσως δεν υπήρχε καθόλου, αλλά δημιουργήθηκε από αυτούς που θέλουν να τα εξηγούν όλα , με αυθαίρετη και εντελώς παρακινδυνευμένη ετυμολογία . Σύμφωνα με τους Τούρκους το όνομα αυτό δόθηκε στην πύλη από τη διπλανή φυλακή άσεμνων γυναικών , που στα τουρκικά λεγόταν Καφές. Η πύλη φαίνεται ότι υπήρχε από τα Βυζαντινά χρόνια. Η γειτνίαση του ποταμού και της μεγάλης γέφυρας έκαναν αναγκαία την ύπαρξή της. Άλλωστε, αν την άνοιξαν οι νέοι κατακτητές, ο Χιβρίς ή κάποιος άλλος Τούρκος χρονογράφος θα το είχε μνημονεύσει. 
Η πύλη είχε την αντίστοιχή της στην Α. πλευρά , την πύλη Κουλέ-καπού, με την οποία συγκοινωνούσε με ελικοειδή δρόμο.

Σε απόσταση 250 μέτρων από αυτήν βρισκόταν άλλη σιδερένια πύλη , που ονομαζόταν Κετσετζηλέρ-καπού, δηλαδή πύλη των πιληματοποιών. Το όνομα αυτό δόθηκε από τα διπλανά καταστήματα , στα οποία Τούρκοι εργάτες κατασκεύαζαν πιλήματα (κετσέδες) για χρήση ιδιαίτερα των αλόγων. Ένα από αυτά σώζεται μέχρι και σήμερα. Η πύλη αυτή υπήρχε και πριν από την κατάκτηση και είναι η μόνη , εκτός από την πύλη των Καλαθάδων , που ξέρουμε το όνομά της. Το όνομά της λοιπόν ήταν πύλη του Βαρέος. Το συμπεραίνουμε αυτό από το γεγονός ότι 50-60 μέτρα μακριά από αυτήν βρισκόταν ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Βαρέος. Και είναι αλήθεια ότι ο λαός τον ονόμαζε και Βαθύ Αϊγιάννη, γιατί πράγματι βρισκόταν μέσα σε βάθος , στο οποίο κατέβαινε κάποιος με 9 σκαλοπάτια και από έξω δε φαινόταν παρά ο γυναικωνίτης και η στέγη του ναού. Οι κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως και του ναού , όπως και οι επιγραφές πάνω στους ασημένιους δίσκους του , τον ονομάζουν Βαρύ Αϊγιάννη. Από αυτό δε μένει καμιά αμφιβολία ότι αυτή είναι η πύλη του Βαρέoς , που μνημονεύουν οι Βυζαντινοί συγγραφείς. 


Δίπλα στην πύλη υπήρχε τετράγωνος πύργος και πάνω σ` αυτόν μικρός Σταυρός πάνω σε μαρμάρινη πλάκα , που εγώ τον είδα πολλές φορές όταν ήμουν παιδί και κατοικούσα στη διπλανή συνοικία. 
Η πύλη είχε την αντίστοιχή της στην Α. πλευρά την πύλη των Ιχθυοπωλών. Με αυτήν συγκοινωνούσε με λοξούς και ελικοειδείς δρόμους, όπως και με την πύλη Ταούκ-καπού.

Από εδώ προχωρώντας φτάνουμε στα παρόχθια Βυρσοδεψεία, από τα οποία όλο το τμήμα της πόλης , μέχρι και σήμερα, ονομάζεται Ταμπάκ-χανές. Είναι γνωστό σε όλους ότι οι βυρσοδέψες ήταν καταταγμένοι στο τάγμα των Γενιτσάρων και γι` αυτό ήταν πολύ θρασείς και δημιουργούσαν προβλήματα και στην ίδια την κυβέρνηση. Η γειτονιά τους θεωρούνταν άσυλο και κανένας αστυνομικός υπάλληλος δεν επιτρεπόταν να μπει σ` αυτό χωρίς τιμωρία. Ο Χριστιανός που καταδιωκόταν , ακόμα και από την ίδια την κυβέρνηση, αν κατόρθωνε να φτάσει στη γειτονιά αυτή και να ζητήσει τη βοήθεια των αγάδων των βυρσοδεψών, μπορούσε να είναι βέβαιος, ότι κανένας δεν μπορεί να τον πειράξει, γιατί θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το τάγμα των Γενιτσάρων, που όσο υπήρχε ήταν πανίσχυρο.

Στη ΝΔ γωνία του τείχους βρισκόταν πύργος στρογγυλός, όπως και στις υπόλοιπες γωνίες, πελωρίων διαστάσεων. Δέκα μέτρα μακριά και εντελώς έξω από τη γραμμή του τείχους, βρισκόταν άλλος πύργος , όμοιος σε όλα με τον πρώτο. Αλλά ενώ ο πρώτος υπήρχε από τα αρχαία χρόνια , ο δεύτερος χτίστηκε από τους Τούρκους. Οι χρονογράφοι δεν το αναφέρουν αυτό. Όμως εγώ παραβρέθηκα στην κατεδάφιση του πύργου από κάποιον Αρμένιο , που τον αγόρασε από την κυβέρνηση και είδα ότι στα θεμέλια αντί για τις συνηθισμένες τετράγωνες ή ορθογώνιες πέτρες είχε κίονες λαμπρούς , εγκάρσια τοποθετημένους . Πάνω σ` αυτούς , σαν πάνω σε αρραγείς βάσεις, στηριζόταν ο πύργος. Είναι γνωστό ότι τους κίονες αυτούς μετέφεραν οι κατακτητές από τη Μικρά Ασία και τη Θεσσαλονίκη , όταν έχτιζαν στην πόλη αυτή τα μεγαλοπρεπή ανάκτορά τους και τα λαμπρά τεμένη.

Όμως οι δυο αυτοί πύργοι ήταν οι παραστάδες , θα μπορούσαμε να πούμε, μεγάλης σιδερένια πύλης, από την οποία σε καιρό πολιορκίας έπαιρνε νερό η φρουρά από το διπλανό Τούντζα. Συγκοινωνούσαν οι δύο πύργοι στο πάνω μέρος τους με απόκρυφο διάδρομο. 
Η πύλη ονομαζόταν από τους Οθωμανούς Ουγρούν-καπού
δηλαδή Συρτή πύλη , σύμφωνα με την ερμηνεία του φίλου γιατρού Ριφαάτ Οσμάν βέη. Αλλά η γνώμη αυτή δε μου φαίνεται σωστή. Πιο πιθανή είναι η γνώμη του συμπολίτη Ιγνάτιου Ναζιανζού , γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα, που γνωρίζοντας σε βάθος την τουρκική γλώσσα, αποκαλεί την πύλη στα απομνημονεύματά του Ουγουρλού-καπού, δηλαδή Αίσια πύλη. Και δικαίως. Διότι ενώ το όνομα Συρτή δε σημαίνει τίποτα, αντίθετα το Ουγουρλού-καπού έχει μεγάλη σημασία, γιατί επιβεβαιώνει την παράδοση , ότι μέσα από αυτήν μπήκαν στην πόλη οι Τούρκοι. Άρα ήταν αίσια γι` αυτούς.




Πάνω στην αψίδα που συνέδεε τους δυο πύργους υπήρχαν από εδώ και από εκεί κρεμασμένες με αλυσίδες δύο πέτρινες σφαίρες , που είχαν σιδερένιες λαβές. Στη μέση κρεμασμένα επίσης με αλυσίδες βρίσκονταν τα κόκαλα προκατακλυσμιαίου ζώου, που είχαν μήκος πάνω από δύο μέτρα και ένας χαυλιόδοντας με μήκος 0,75μ. Μετά την κατεδάφιση των πύργων τα κόκαλα αυτά εξαφανίστηκαν και όλες οι προσπάθειες και οι έρευνες και οι δικές μου και πολλών φίλων μου Τούρκων να τα βρούμε , δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ξαφνικά όμως κατά τη Βουλγαρική κατοχή της πόλης μας το 1913 , τα είδα παραπεταμένα στο Διοικητήριο της πόλης και αφού τα εξέτασα με επιμέλεια πείστηκα ότι πραγματικά ήταν κόκαλα πελώριου ζώου των προϊστορικών χρόνων και ίσως ίσως κάποιου Μαμούθ. Πού βρέθηκαν αυτά και για ποιο σκοπό τα είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι στην πύλη , δεν μπόρεσα να μάθω. Αυτό μόνο σημειώνω εδώ, ότι και πάνω σε κάποια από τις πύλες των τειχών της Ρόδου ήταν επίσης κρεμασμένα πελώρια κόκαλα. Ίσως οι δεισιδαίμονες Τούρκοι τα κρεμούσαν  για αποτροπή βασκανίας , ίσως και σε ένδειξη μεγαλείου και κρατικής δύναμης.

Αλλά αν η ιστορία δεν μπορεί να βρει το λόγο της ανάρτησης των πελώριων αυτών οστών πάνω στην πύλη . όμως ο ευφάνταστος Ελληνικός λαός βρήκε τη λύση του προβλήματος , αφού συνδύασε την ύπαρξη των οστών με ένα μυθολογικό ανέκδοτο. Έτσι λοιπόν τα οστά ανήκουν σε κάποια Λάμια , που κλεισμένη στον εξωτερικό πύργο , κατέτρωγε τους καταδικασμένους σε θάνατο κακούργους. Το μυθολογικό αυτό τέρας , που δημιούργησε η φαντασία του ελληνικού λαού , σκότωσε μόνο με τη δύναμη των χαλύβδινων χεριών του ο μυθικός ήρωας των Σέρβων Μάρκος Κράλης ή Μαρκουλιάνος,
που σύμφωνα με την παράδοση υπηρετούσε στην υπηρεσία του Έλληνα βασιλιά της Αδριανούπολης . Δεν μπόρεσε να διατηρήσει την εύνοια που του είχε ο βασιλιάς και για τις άλλες αρετές και για τη σωματική του δύναμη, αλλά έπεσε σε δυσμένεια και τον έριξαν στον πύργο, για να τον φάει η Λάμια. Αλλά ο πολυθρύλητος ήρωας των Σέρβων τη σκότωσε με τα χέρια του, όπως παλιά ο Ηρακλής το λιοντάρι της Νεμέας, ο βασιλιάς του έδωσε χάρη, τον έκανε γαμπρό για την κόρη του και του επέτρεψε να κρεμάσει τα οστά της Λάμιας πάνω στην πύλη.
Ένα πελώριο παπούτσι του ήρωα επιδεικνυόταν κρεμασμένο στην πετρόχτιστη αγορά δίπλα στο τέμενος Σελιμιέ , γνωστή με το όνομα Αραστάς και ένα μεγάλο ξύλινο πέδιλο της γυναίκας του δήθεν και άλλα αλλού τεκμήρια της διαμονής του στην πόλη. Έζησε πράγματι ο ήρωας αυτός κατά τα μέσα του 14ου αιώνα . Την παράδοση αυτή για τον Μαρκουλιάνο είχα διηγηθεί το 1873 όταν σπούδαζα στην Αθήνα στον κ. Ξένο, που τη δημοσίευσε με πολλές λεπτομέρειες, σε κάποιο από τα τεύχη του περιοδικού που εξέδιδε τότε ο Σύλλογος Βύρωνος.



Από την αρχαιολογική μελέτη του Γ.Ι.Λαμπουσιάδη 
"Περί των τειχών της Αδριανουπόλεως"
Ορεστιάς , 10 Φεβρουαρίου 1923


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου